γόμος

γόμος
ο (AM γόμος) [γεμώ]
μσν.- νεοελλ.
(στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα
νεοελλ.
1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ.
2. γόμωση πυροβόλου όπλου
αρχ.
1. φορτίο πλοίου
2. φορτίο υποζυγίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γόμος — ship s freight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμος — ο 1. γέμιση μαξιλαριού ή στρώματος: Έβαλε γόμο στο μαξιλάρι πούπουλα. 2. γέμιση φαγητού: Έβαλα γόμο στην πάπια ρύζι και κιμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόμοι — γόμος ship s freight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμοις — γόμος ship s freight masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμον — γόμος ship s freight masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμου — γόμος ship s freight masc gen sg γομόω load pres imperat act 2nd sg γομόω load imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμους — γόμος ship s freight masc acc pl γομόω load imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμων — γόμος ship s freight masc gen pl γομόω load imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γομόω load imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόμῳ — γόμος ship s freight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”